- κυλικήρυτος
- κῠλῐκ-ήρῠτος, ον, (ἀρύω A)A drawn in cups, i.e. abundant,
αἷμα Call.
Fr.anon.188.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἷμα Call.
Fr.anon.188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυλικήρυτος — κυλικήρυτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος με κύλικα 2. μτφ. άφθονος, πολύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»). Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
κυλικήρυτον — κυλικήρυτος drawn in cups masc/fem acc sg κυλικήρυτος drawn in cups neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… … Dictionary of Greek